«Με ρώτησες ποτέ, πως νιώθω;»

Ο Θανάσης Ασπρούλιας αναφέρεται στη νέα γενιά του ελληνικού μπάσκετ και υπενθυμίζει ότι υπάρχει μία ερώτηση που δεν κάνουμε ποτέ στους νέους.
«Με ρώτησες ποτέ, πως νιώθω;»

Τα μπασκετικά εμβατήρια ήταν έτοιμα να παιανίσουν και οι σημαίες να υψωθούν. Με ή χωρίς μετάλλιο, τα καμάρια ξετύλιξαν ταλέντα σπάνια στο Ηράκλειο και γνώρισαν έναν άλλον κόσμο. Αυτόν που τους βλέπει! Εντός κι εκτός εισαγωγικών.

Απιίθανο true story….

Ήμουν στο Γυμνό Ευβοίας… Ένα χωριό, οριακά ορεινό, αλλά και σχεδόν παραθαλάσσιο, 4 χλμ βόρεια από την Αμάρυνθο. Στο χωριό, που δεν είναι πολύ μικρό, αλλά ούτε μεγάλο, εκτός από τις ταβέρνες που το κάνουν ξακουστό σε ολόκληρη την Εύβοια, υπάρχουν και 1-2 καφέ. Ένα απόγευμα, την ημέρα του ρεπό της Εθνικής ομάδας Νέων, επισκέφθηκα το ένα από τα δύο, όπου βρίσκονταν 3-4 παρέες… Στο μπαλκόνι του καφέ, κάποια τραπεζάκια κοιτούσαν μία μεγάλη τηλεόραση που έπαιζε ειδήσεις. Περίμενα έναν κουμπάρο. Στο τραπέζι ακριβώς από πίσω μου, ένας γλυκύτατος γεροντάκος, έκανε σιωπηλή παρέα με κάποιον άλλον, σχεδόν συνομήλικο. Με βία έβγαιναν οι λέξεις, μία κάθε 10 λεπτά από τα χείλη τους. Ήταν η βουβή ραστώνη των δύο φίλων, που έχουν μάθει τη σημασία της κοινωνικής σιωπής. Το σπουδαίο είναι να νιώθεις ότι ανήκεις σε ένα τραπέζι, κι ας μη λες κουβέντα. Μία από τις λιγοστές όμως με ανάγκασαν να γυρίσω διακριτικά το κεφάλι.

- «Παίζουν τα πιτσιρίκια αύριο… Το απόγευμα. Στις έξι»

«Ποια πιτσιρίκια»;

«Η εθνική ντε, κάτω εκεί, στην Κρήτη. Είναι καλή ομάδα, μπορούν να πάρουν μετάλλιο. Για να δούμε. Είναι καλά τα πιτσιρίκια, παίζουν ωραία».

Σιωπή….

Η ώρα πήγε 8…Ο γλυκύτατος γεράκος με το λευκό μουστάκι του είπε:

«Άντε, φεύγω κι εγώ. Κουράστηκα πια»

Οι διάλογοι είναι σχεδόν αυτολεξεί. Τα mb της φωτογραφικής μνήμης μου κατέγραφαν εικόνες. Λεπτομέρειες, χρώματα.
Η τηλεόραση, η καλοκαιρινή χαλαρότητα που απαιτεί και λίγο ένταση, το πραγματικό ενδιαφέρον, όλα αυτά έπεσαν στο μπολ σαν υλικά για να φτιάσουν αυτό το μοναδικό χάιλαιτ. Σε ένα χωριό, όπου δεν υπάρχει ομάδα μπάσκετ, παρά μόνο μία ποδοσφαίρου (Ολυμπος Γυμνού), ο γεράκος της ιστορίας μου, μιλούσε και πρόσμενε για τον αγώνα των …πιτσιρικάδων με τη Φινλανδία.

Κι επιτέλους, ένιωσα ότι αυτά τα παιδιά, έχουν πάνω του μάτια αληθινά.

Σήμερα, αναρωτιέμαι… Τους «βλέπουμε» πραγματικά; Η τους «βλέπουμε» κάθε φορά που στον ορίζοντα φεγγοβολεί ένα μετάλλιο, τόσο αναγκαίο για το ελληνικό μπάσκετ, και μετά …σκοτάδι;

Δεν θα αναλύσουμε εδώ την ανωτέρω νεοελληνική συνήθεια (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και αυτοί, δημοσιογράφοι, προπονητές, παράγοντες που στα σκοτάδια του επαγγελματικού χειμερινού λαβυρίνθου, βγάζουν φακό), ούτε τους λόγους που η νέα γενιά του ελληνικού μπάσκετ είναι αόρατη το χειμώνα και φωτίζεται το καλοκαίρι…

Πολύ φοβάμαι ότι έχοντας παρασυρθεί από στερεοτυπικές προσεγγίσεις, από την σκληρή αλήθεια του πρωταθλητισμού, από το NBA draft και το υπαρκτό, αλλά μάλλον ασύμβατο παράδειγμα της άλλης άκρης του Ατλαντικού, όπου παιδιά 19-20  ετών γίνονται εκατομμυριούχοι σούπερ σταρ σε ένα βράδυ, ξεχνάμε να απευθυνθούμε σε αυτά πλάσματα, όπως ακριβώς δικαιούνται (πολλές ή κάποιες φορές):

Ως παιδιά! Και ως ανθρώπους! 

Η διδαχή των προηγούμενων δεκαετιών δεν είναι και πολύ συμφέρουσα… Για κάθε παιδί, που σε νεαρή ηλικία παρουσίαζε (ή καλλιεργούσε) μία μεγαλύτερη του μέσου όρου, ικανότητα στο τόπι (κάθε λογής), πηχυαίοι τίτλοι εμφανίζονταν στα Media… Ολόκληρο το αθλητικό έθνος, ζωτικός οργανισμός που τροφοδοτείται με ζωή από αγγεία που μεταφέρουν όχι αίμα, αλλά ελπίδα, ένιωθε την ανάσα του να κόβεται εκεί στα ψηλά, όπου σηκωνόταν από όλους ο πήχυς των προσδοκιών.

Ελπίδα, προσδοκία, προσμονή… Ο τρίπτυχος παράδεισος αυτών που αδημονούν για μετάλλια, επιτυχίες, χαρές και αυτών που ονειρεύονται εκατομμύρια. Από το “νομισματοκοπείο” των 18χρονών ή 19χρονων χρυσών αυγών.

Η Ελλάδα, φτου να μην την ματιάσουμε, έχει καλή πρώτη ύλη. Έως πάρα πολύ καλή. Σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ.

Ονόματα παιδιών που ίσως πηγαίνουν ακόμα στο σχολείο, συνωστίζονται σε προτάσεις που περιλαμβάνουν εκατομμύρια. Πολλά εκατομμύρια. Και ελπίδες… Για τις ομάδες τους, για τους φιλάθλους των ομάδων τους, για την Εθνική ομάδα, για τις οικογένειές τους.

Και όλοι τους φερόμαστε, σαν ώριμους επαγγελματίες με βαθυστόχαστες αναφορές και κριτική υψηλού επιπέδου.
Κι έτσι πρέπει ίσως… Είναι το name of the game. Αυτού που οι ίδιοι αποφάσισαν να παίξουν. Σε εμάς, όμως, που είμαστε μεγαλύτεροι, μοιράζεται και ο ρόλος της ανάδειξης σε αυτούς τους ανθρώπους, των χαρακτηριστικών που ίσως είναι βαθιά ενταφιασμένα από τους πολλούς, στο βωμό της προσδοκίας και της επιτυχίας.

Κι αυτά είναι τα χαρακτηριστικά ενός νεαρού ανθρώπου, που δεν είναι προϊόν, δεν είναι εταιρία δεν είναι brand. Είναι απλά ένα μικρούλης άνθρωπος. Που κάποιες στιγμές έχει ανάγκη να αντιμετωπίζεται ως μία νεαρή ψυχή, όχι ως ελπίδα, που διανύει την παιδική περίοδο της ζωής του. Που στην πραγματικότητα όμως, δεν την διανύει, γιατί οι Μουζακίτιδες, οι Κωστούλες, οι Αβδάλες αυτού του κόσμου, είχαν ένα πολύ μικρό, έως ανύπαρκτο παράθυρο παιδικής ηλικίας.

Δεν χρειάζεται πολλά… Μόνο μία ερώτηση πριν από κάθε συνομιλία που περιλαμβάνει όνειρα, απαιτήσεις, προσδοκίες…

«Πως νιώθεις;»… Με αληθινό ενδιαφέρον όμως. Όχι με υπαινικτική στοργή…

«Πως νιώθεις που είμαι εδώ μπροστά σου, ως δημοσιογράφος και ίσως να μην καταλαβαίνεις ούτε γιατί το κάνω, ούτε τη σκοπιμότητα;»

«Πως νιώθεις που κάποιες φορές άθελα μου, σε πολιορκώ με προσδοκίες τις οποίες αν δεν ικανοποιήσεις θα είσαι “Ακόμα ένα χαμένο ταλέντο;».

«Πως νιώθεις που γνωστοί, φίλοι, η οικογένεια σου, έστω κι αν δε στο λένε, περιμένουν τόσα πολλά από εσένα και εσύ ξέρεις, ότι πρέπει να φανείς αντάξιος αυτών;»

«Πως νιώθεις ρε γαμώτο για όλα αυτά που λέμε και γράφουμε για εσένα χωρίς να σε έχουμε ρωτήσει…. Πως νιώθεις;”
Κι εν κατακλείδι, η ερώτηση που είμαι βέβαιος ότι δεν έχει γίνει ποτέ και από κανέναν:

«Ποιες είναι οι ανάγκες σου;»

Από εμάς!

Από τον περίγυρο!

Από τον κόσμο!

«Τί ανάγκες έχεις;».

Ίσως να μην είναι η δουλειά σου ως δημοσιογράφου, ή ως προπονητή, ή ως συμπαίκτη, ή οπαδού, να ρωτάς τις ανάγκες ενός επαγγελματία, αλλά να τον κρίνεις, όσο πιο δίκαια και αντικειμενικά γίνεται.

Αλλά εκεί που χάνεται και το παιχνίδι…

Δε θα ξεχάσω ποτέ, ένα από τα πιο πολύτιμα διδακτικά σοκ που υπέστην. Στη Θεσσαλονίκη ήμουν. Ραντεβού για καφέ με έναν ατζέντη είχα. Ήξερα ότι ήταν ένας θαυμάσιος τύπος, αλλά ήταν περισσότερο ακούσματα και λιγότερο εμπειρία. Αφού κάτσαμε λοιπόν, πρώτη φορά βρισκόμασταν από κοντά, μου ζήτησε:

"Μίλα μου για εσένα… Μίλα μου για τη ζωή σου. Βοήθησέ με να σε γνωρίσω καλύτερα…"

Ποτέ, μα ποτέ στη ζωή μου δε βρέθηκε κάποιος να μου απευθύνει ένα τόσο γλυκό κι ανθρώπινο κάλεσμα. Και το ένιωθα ότι το έκανε από ενδιαφέρον. Όχι ιδιοτέλεια. Φυσικά, ούτε εγώ το είχα κάνει ποτέ. Μέχρι τότε!

Αυτά τα παιδιά της Εθνικής ομάδας Νέων, το απόγευμα της Πέμπτης, δεν ήταν χαμένα σε ένα προσωπικό σκοτεινό λαβύρινθο μετά το τέλος του αγώνα με τη Γαλλία αποκλειστικά και μόνο γιατί έχασαν ένα δικό τους όνειρο. Βαθιά μέσα τους, ήξεραν ότι κάποιοι ένιωθαν εκείνη τη στιγμή προδομένοι, απογοητευμένοι, εκνευρισμένοι. Με αυτούς. Γιατί; Επειδή έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν και απλά δεν τα κατάφεραν. Δεν υπάρχει πιο μαγικό μάθημα για ένα παιδί, που έχει ανάγκη να γίνεται κάθε μέρα καλύτερος. Δεν υπάρχει. Από μία ήττα. Από ένα λάθος! Από ένα χαμένο όνειρο. Θα μάθουν ότι ακολουθούν τόσα πολλά περισσότερα. Εντός κι εκτός γηπέδων.

Το πιο βασικό απ’όλα είναι να λέμε αλήθειες στα παιδιά. Και να ενδιαφερόμαστε πραγματικά για αυτούς, για τα αισθήματά τους και τις ανάγκες τους.

Πολύ εύκολα θα πούμε ότι ένας νέος αθλητής είναι σπουδαίος, έχει προδιαγραφές και οι προσδοκίες θα γεννηθούν. Και το φως θα είναι πάνω του. Όταν όμως, δεν καταφέρει να δικαιώσει τις προσδοκίες, που εμείς (όχι κακοπροαίρετα φυσικά) τον χρεώσαμε, τα φώτα θα σβήσουν. Κι αυτό το παιδί, ως ενήλικας πια, θα είναι μόνος του, τα τηλέφωνα θα σταματήσουν να χτυπούν. Εμείς θα ασχολούμαστε με τους επόμενους. Κι αυτός αν είναι πολύ δυνατός θα συνεχίσει, θα κάνει ένα βήμα μπρος σε επόμενους στόχους. Αν όμως, δεν είναι δυνατός (που είναι και πολύ συχνό φαινόμενο) θα αναρωτιέται: «Γιατί ρε πούστη;». Και δεν θα υπάρχει κανείς από εμάς δίπλα του, να του πει: “Συγγνώμη που σε φορτώσαμε με προσδοκίες και απαιτήσεις που ποτέ δε ζήτησες”

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ