«Και οι μικρές χώρες δικαιούνται μία ευκαιρία»

Ο Θανάσης Ασπρούλιας μίλησε με τον Κώστα Σιμιτζή, διεθνή με την Κύπρο βάζοντας την οικοδέσποινα του ομίλου της Ελλάδας στο μικροσκόπιο…
Ο Κωνσταντίνος Σιμιτζής με τη φανέλα της Κύπρου
Ο Κωνσταντίνος Σιμιτζής με τη φανέλα της Κύπρου

Ας είμαστε ειλικρινείς. Τουλάχιστον μεταξύ μας. Δεν έχουμε ασχοληθεί σχεδόν ποτέ με τις μικρές χώρες που παίζουν μπάσκετ και κάνουν τη δική τους προσπάθα να αναπτυχθούν και να τους δοθεί η ευκαιρία να ανταγωνιστούν έστω και λιγοστές φορές τους καλύτερους. 

Ο Κώστας Σιμιτζής είναι Έλληνας και λόγω της καταγωγής της μητέρας του, έχει δικαίωμα να αγωνιστεί στην εθνική ομάδα της Κύπρου. Όπως και κάνει τα τελευταία χρόνια. Με εξαίρεση τα τελευταία δύο χρόνια όπου αγωνίστηκε στο ΑΠΟΕΛ και την ΑΕΚ Λάρνακας, όλη η καριέρα του είναι συνδεδεμένη με την Ελλάδα έχοντας αγωνιστεί σχεδόν σε όλες τις εθνικές κατηγορίες, εκτός από την Α1. 

Για την Ελλάδα, η Κύπρος είναι μία μικρή χώρα, που η σχέση της με το μπάσκετ δεν είναι πάρα πολύ στενή. Είναι μία χώρα, όμως, που ανέλαβε τη διοργάνωση ενός ομίλου του Eurobasket και για πρώτη φορά θα αγωνιστεί σε μία μεγάλη ευρωπαϊκή διοργάνωση. Το ενδιαφέρον είναι πολύ μεγάλο, αλλά ακόμα μεγαλύτερο προκαλεί το γεγονός ότι δεν ξέρουμε πολλά πράγματα για το μπάσκετ της χώρας. Κι εν τέλει, όλοι αυτοί οι παίκτες που θα παραταχθούν για να αγωνιστούν απέναντι στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, όλοι αυτοί που αντιμετώπισαν τη Σερβία στο τουρνουά που έγινε εκεί μέσα στον Αύγουστο, πως νιώθουν για όλο αυτό που ζουν;

«Ξεκινήσαμε πολύ νωρίς, λόγω και της κατάστασης. Eίμαστε μάλλον μία ειδική περίπτωση στο μπάσκετ και ξεκινήσαμε πρώτη Ιουλίου την προετοιμασία, ενώ οι άλλες ομάδες άρχισαν πριν τρεις-τέσσερις εβδομάδες. Είναι λίγο κουραστικό, ας πούμε», παραδέχθηκε με ειλικρίνεια ο Σιμιτζής που προσθέτει: «Ελπίζω μέχρι να έρθουν τα παιχνίδια να έχουν φύγει τα βαριά πόδια της προετοιμασίας, γιατί είμαστε δύο μήνες γεμάτους εδώ στη Λευκωσία. Έχουμε βγάλει εδώ, όλη την προετοιμασία».

Εξαιτίας των προετοιμασιών που γίνονταν στη Λεμεσό, στο γήπεδο όπου θα διεξαχθούν οι αγώνες του ομίλου του Ευρωμπάσκετ, αλλά κυρίως λόγω του γεγονότος ότι οι περισσότεροι παίκτες κατοικούν στη Λευκωσία, η επιλογή του προπονητικού τιμ ήταν η Κύπρος να προετοιμαστεί στην πρωτεύουσα. 

Σε μία χώρα που κατά βάση είναι ποδοσφαιρική (όπου μάλιστα τα πηγαίνει περίφημα τηρουμένων των αναλογιών), το μπάσκετ δίνει τον δικό του αγώνα για να κερδίσει ένα μερίδιο του ενδιαφέροντος…

«Υπήρχε ένα θέμα με τον κόσμο, δεν υπήρχε πολύς κόσμος στο γήπεδο στα παιχνίδια μας. Στα παράθυρα, τα τελευταία δύο χρόνια που παίζαμε με υψηλότερο επίπεδο Εθνικών ομάδων, με τη Γαλλία, με την Κροατία, άρχισε ο κόσμος να έρχεται, κυρίως παιδιά από ακαδημίες και άνθρωποι του μπάσκετ. Τώρα γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια να έρθει και ουδέτερος κόσμος, να γίνει λίγο πιο μπασκετική η Κύπρος, να αποκτήσει ένα μπασκετικό κοινό. Οι περισσότεροι ασχολούνται με το ποδόσφαιρο». 

- Πιστεύεις ότι υπάρχουν παιδιά τα οποία επιλέγουν να παίξουν μπάσκετ, αντί για ποδόσφαιρο και μπορούν στο μέλλον να φέρουν την Κύπρο λίγο πιο ψηλά;

«Ναι, πιστεύω ότι υπάρχουν παιδιά που έρχονται από πίσω κι έχουν ταλέντο. Φέτος είδα την Under-16 και έκανε κάποιες καλές νίκες κόντρα σε πιο ισχυρές χώρες. Υπάρχουν παιδιά αλλά θέλει πολλή δουλειά ακόμα. Πρέπει να μπει στην κουλτούρα του λαού το μπάσκετ. Μετά από αυτό το Ευρωμπάσκετ μπορεί να αλλάξει κάτι. Γίνονται βήματα προς τα αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχουν στην Εθνική δύο-τρεις πιτσιρικάδες που έχουν ταλέντο και είναι πολύ καλοί όπως ο Τίγκας. Πιστεύω θα μπορούσε να παίξει εύκολα στην Ελλάδα όποτε θέλει. Ο Ενέας Ιούγκ που έχει και γερμανικό διαβατήριο, του χρόνου θα παίξει στη δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας. Αυτά είναι παιδιά που αξίζουν την προσοχή» 

Η Κύπρος θα μπει στο Ευρωμπάσκετ έχοντας δώσει μόνο δύο φιλικά παιχνίδια στο τουρνουά που έγινε στο νησί, κι όπου πήρε μέρος και η Ελλάδα… Η κατάσταση για την ομάδα του Χριστόφορος Λειβαδιώτη δεν ήταν πολύ εύκολη, καθώς οι ομάδες που βρίσκονται στο ίδιο, ή λίγο ανώτερο βεληνεκές με την Κύπρο δεν είχαν αγωνιστικές υποχρεώσεις φέτος, ενώ αυτές που ανήκουν στην ελίτ αναζήτησαν πιο δυνατούς αντιπάλους για τα φιλικά τους. Κι αυτή είναι μία πραγματικότητα που μπορεί να ζει μία χώρα που δεν ανήκει στην ελίτ και καλείται να ανταγωνιστεί σε μία τόσο μεγάλη διοργάνωση. Έτσι η μοναδική ευκαιρία για την Κύπρο ήταν το τουρνουά που έγινε εκεί…

«Και ήταν μια πραγματικά πολύ ωραία στιγμή. Το γήπεδο που έχει φτιαχτεί για τα δεδομένα της Κύπρου είναι τρομερό. Οι εγκαταστάσεις, τα αποδυτήρια, όλα. Το τουρνουά έτσι πως εξελίχθηκε που ήταν πολύ επαγγελματικό για εμάς ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Παίζοντας με τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμε νιώθεις ότι είσαι επαγγελματίας υψηλού επιπέδου που για εμάς, δεδομένου ότι δεν το ζούμε καθημερινά, είναι τρομερή εμπειρία.  Δηλαδή μέχρι και το να μπαίνεις μέσα σε ένα γήπεδο και να έχει 100 security ας πούμε είναι κάτι το οποίο δεν το ζούμε εμείς κάθε Σαββατοκύριακο που παίζουμε στο πρωτάθλημα».

Η Ομοσπονδία βέβαια έκανε μεγάλες προσπάθειες. Και συνεχίζει να κάνει. Για το Ευρωμπάσκετ εμπιστεύθηκε τις τύχες της Εθνικές στον καλύτερο Κύπριο προπονητή, τον Χριστόφορο Λειβαδιώτη, αλλά φρόντισε να τον πλαισιώσει με ανθρώπους που έχουν ποιότητα και εμπειρία. 

«Η προετοιμασία μου αρέσει πολύ γιατί υπάρχουν στο staff κάποιοι άνθρωποι, όπως ο προπονητής, ένας γυμναστής και ένας βοηθός προπονητή που έχουν έρθει από υψηλό επίπεδο. Ο ένας γυμναστής εργάζεται στην Χάποελ Μπερ’Σεβά στο Ισραήλ και ο Ουρουγουνός βοηθός προπονητή λέγεται Πάμπλο Ντακόστα που είναι και πρώτος προπονητής στη Μαγιόρκα. Στο πρόγραμμα της προετοιμασίας τίποτα δεν αφήνουν στην τύχη. Όλα είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο και μου άρεσε πάρα πολύ που μπήκα σε μια διαδικασία τέτοια. Βλέπεις πως δουλεύουν στο εξωτερικό οι άνθρωποι και πόσο μπροστά είναι. Ακόμα και αυτό θα μπορούσε να είναι ένα κέρδος για τα παιδιά που παίζουν στην Εθνική Ομάδα. Είναι κέρδος να δουλεύεις και να βλέπεις πως είναι να είσαι 100% επαγγελματίας και να δουλεύεις τόσο επαγγελματικά. Σίγουρα είναι κέρδος». 

Ο Κώστας Σιμιτζής αγωνίστηκε στην Ελλάδα πολλά χρόνια, παίζοντας σε ηλικία 16 ετών για το Περιστέρι. Εν συνεχεία πέρασε από τον ΠΑΟ Κορίνθιου, τη Νίκη Αμαρουσίου, το Κορωπί, τον Μανδραϊκό και τον Οίακα Ναυπλίου. Ταυτόχρονα επιλέγεται από την Εθνική Κύπρου για να αγωνιστεί στα προκριματικά του Ευρωμπάσκετ, που για την Κύπρο είχαν ουσιαστικά χαρακτήρα προετοιμασίας. 

«Είναι μια σπουδαία ευκαιρία για να δοθεί κίνητρο στους παίκτες και την επόμενη φορά που θα παίξουν με την Εθνική Κύπρου να αισθάνονται ακόμα πιο δυνατοί και πιο καλοί, πιο ικανοί. Πιστεύω ότι το μεγαλύτερο αβαντάζ που θα μας δώσει αυτό το Ευρωμπάσκετ είναι το εξής: Όταν το επόμενο καλοκαίρι θα μπούμε πάλι στον τρίτο προκριματικό που θα παίξουμε με χώρες που είναι στα κυβικά μας, θεωρώ με τις εμπειρίες που θα αποκτήσουμε  αυτά τα παιχνίδια θα τα χτυπήσουμε για να νικήσουμε. Οταν θα παίξουμε με χώρες που είναι ποιοτικά αλλά και πληθυσμιακά σαν την Κύπρο πιστεύω αυτή η εμπειρία θα μας δώσει ώθηση. Απομυθοποιείς λίγο την κατάσταση ξέρεις, όταν έχεις παίξει και με τέτοιους αντιπάλους σαν κι αυτούς που θα αντιμετωπίσουμε στο Ευρωμπάσκετ. Είναι και θέμα κινήτρου και να πιστεύεις πιο πολύ ότι θα κερδίσεις».

«Ξέρουμε ποιοι είμαστε, αλλά έχουμε κι εγωισμό»

«Εντάξει στο τουρνουά της Κύπρου παίξαμε με παιδιά που τα βλέπουμε στη τηλεόραση στην Euroleague και στο NBΑ. Είναι τρομακτικό να τους βλέπεις δίπλα σου και να αγωνίζεσαι εναντίον τους. Εχουν άλλα ύψη, τελείως διαφορετικό μέγεθος, άλλες ταχύτητες. Είναι πολύ δύσκολο να μπορέσεις να σταθείς. Πρέπει να ξοδέψεις δυο φορές περισσότερη ενέργεια. Γενικά εντάξει υπήρχε μια απογοήτευση δεν το κρύβω. Ξέρουμε τις δυνατοτητές μας και το level μας αλλά με αυτό το φιλικό και αυτό που έγινε με τη Σερβία ήταν σαν να είδαμε τι θα ακολουθήσει μετά. Και μας βοήθησε αυτό γιατί το ένιωσα και στην προπόνηση τις επόμενες μέρες ήμασταν όλοι λίγο πιο aggressive στην άμυνα, λίγο πιο ανταγωνιστικοί. Μπορεί να ακούγεται παράξενο, αλλά μας πείραξε λίγο αυτή η τόσο τεράστια διαφορά με την οποία χάσαμε. Εννοείται ότι ξέρουμε πως υπάρχει διαφορά επίπεδου αλλά νομίζω μας έκανε καλό όλο αυτό που έγινε γιατί και ο κάθε παίχτης ανάλογα με το επίπεδο που έχει, διαθέτει κι έναν αθλητικό εγωισμό, θέλει να κερδίσει. Όποιον και να έχεις απέναντί σου, όταν είσαι μέσα στο γήπεδο παίζεις για ένα στόχο: Να νικήσεις. 

«Είναι σίγουρα μεγάλη τιμή και υπερηφάνεια να φοράς τη φανέλα. Είναι ένα συναίσθημα μοναδικό που πραγματικά σου δίνει κίνητρο σε κάθε παιχνίδι. Είναι φανταστικό να ακούς τον εθνικό ύμνο, να ξέρεις ότι παίζεις για τη χώρα σου, ότι την εκπροσωπείς. Είναι η ύψιστη τιμή. Εντάξει ακούγεται ως κλισέ, το λένε όλοι, αλλά πραγματικά το κίνητρο που σου δίνει είναι τεράστιο όταν παίζεις με την Εθνική ομάδα. Πραγματικά τεράστιο».

- Πως αντιμετωπίζει ο Τύπος και η τοπική κοινωνία την πρόκληση του Ευρωμπάσκετ;

«Τώρα πια με προσεγγίζουν κάποια άτομα για συνεντεύξεις που είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει. Ο Τύπος στη χώρα το παρακολουθεί. Υπάρχουν και μίντια στις προπονήσεις, περισσότερες συνεντεύξεις περισσότερη προβολή για όλους τους αθλητές με ραδιόφωνο, τηλεόραση. Δεν ήταν ποτέ στο μηδέν το ενδιαφέρον, πάντα υπήρχε. Και στα παράθυρα όταν παίζαμε. Απλά τώρα προφανώς είναι ένα γεγονός που γενικά στον κυπριακό αθλητισμό δεν έχει ξανασυμβεί. Κι όχι μόνο στο μπάσκετ. Οπότε υπάρχει ενδιαφέρον. Εδώ οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν μια προσπάθεια να το εξελίξουν. Δεν λέω ότι θα φτάσει ποτέ στα επίπεδα της Ελλάδας, αλλά ο στόχος είναι να γίνεται καλύτερο συνέχεια».

Δικαιούμαστε κι εμείς να παίζουμε σε μεγάλες διοργανώσεις κάποιες φορές!

«Προσωπικά θέλω πάρα πολύ να παίξω αυτά τα παιχνίδια, να δω και παίχτες υψηλού επίπεδου που παίζουν στο κορυφαίο επίπεδο. Θέλω να τεστάρω τον εαυτό μου. Μου αρέσει αυτό το challenge ανεξαρτήτως του αποτελέσματος. Και όλοι οι συμπαίκτες μου σκέφτονται έτσι.

Πιστεύω ότι ακόμα και οι μικρές ομάδες δικαιούνται κάποια στιγμή να έχουν μία ευκαιρία στο υψηλότερο επίπεδο. Το δικαιούνται γιατί και η Κύπρος έχει παιδιά που παίζουν χρόνια για την Εθνική, και η Κύπρος έχει παιδιά που τιμούν τη χώρα τους. Παίζουν έξτρα παιχνίδια με την Εθνική, καλοκαίρια, χειμώνες, κάνουν θυσίες. Δεν κάνουμε κάτι λιγότερο από άλλους παίκτες που παίζουν στην Εθνική τους ομάδα. Κι εμείς με την ίδια υπερηφάνεια παίζουμε και τον ίδιο ενθουσιασμό. Οπότε θεωρώ ότι ναι, το αξίζουν οι μικρές χώρες, ειδικά αν είσαι εκεί πάντα. Η Κύπρος ήταν εκεί, πάλευε με ό,τι είχε. Θεωρώ ότι ναι, το αξίζουν αυτές οι χώρες».

- Πόσο μακριά είναι η ημέρα που η Κύπρος θα εξασφαλίσει μία πρόκριση σε μεγάλη διοργάνωση μέσα από τα προκριματικά; 

«Πιστεύω είναι και μακριά και κοντά. Αν μέσα από αυτήν την διοργάνωση υπάρξει προσέλευση από νέα παιδιά, από νέους προπονητές που θέλουν να δουλέψουν ίσως και να τα καταφέρουμε κάποια στιγμή. Θα σου φέρω ένα παράδειγμα.

Την Ισλανδία. Αναφέρομαι στην Ισλανδία γιατί είναι και αυτή μικρή χώρα και δεν έχει πολύ μεγάλο πληθυσμό. Κάποτε, πριν 10-15 χρόνια, ήταν στα επίπεδα της Κύπρου. Μέσα σε 10 χρόνια έκανε ένα τεράστιο μπαμ, έφτιαξε μια μπασκετική κουλτούρα και τώρα είναι πολύ συχνά σε διοργανώσεις ευρωπαϊκές. Βλέποντας αυτά τα παραδείγματα μπορούμε να πιστέψουμε ότι, ναι, είναι εφικτό να γίνει. Δεν μπορώ να σου πω πόσο μακριά ή κοντά είναι, αλλά θεωρώ ότι είναι εφικτό γιατί το έχουν κάνει κι άλλες χώρες. Μπορούμε να κοιτάξουμε προς τα εκεί, να δούμε πως έκαναν εκείνοι και να τα καταφέρουμε κι εμείς. Χρειάζεται μπασκετική κουλτούρα. Αντί για ένα παιδάκι να έχει ως μοναδική επιλογή να πάρει μια μπάλα ποδοσφαίρου, μπορεί να πάρει μία μπάλα μπάλα για να παίξει μπασκετ. Αυτό χρειάζεται: Να μπει στην κουλτούρα της κοινωνίας από μικρές ηλικίες.

Σίγουρα μετράει και το ύψος, και το DNA κάθε λαού, εννοείται, αλλά εγώ δεν θέλω να μείνω στην δικαιολογία αυτή. Πρέπει να μπει στην κουλτούρα, πρέπει τα παιδάκια να βλέπουν μπασκετ, να έρχεται καινούργιος κόσμος, να εξοικειωθεί με το άθλημα. Από μικρές ηλικίες. 'Οσα περισσότερα παιδιά παίζουν, τόσο πιθανό είναι να βρεθούν κάποια πάρα πολύ ταλαντούχα παιδιά. Οι Λιθουανοί έχουν μικρό πληθυσμό, αλλά είναι μία πολύ μεγάλη δύναμη. Για μένα το πληθυσμιακό δεν είναι δικαιολογία, γιατί υπάρχουν χώρες με τρομερό μπάσκετ, και με πολύ μικρό πληθυσμό. Για αυτό σου λέω ότι είναι θέμα κουλτούρας».

- Φοβάσαι καθόλου;

«Όχι, δεν φοβάμαι. Γιατί έχουμε παίξει και στα παράθυρα με καλές χώρες. Δεν φοβάμαι. Πιστεύω ότι αφού μπορέσαμε και είχαμε καλή παρουσία με τη Γαλλία, μπορούμε να το κάνουμε και με τις ομάδες του ομίλου. Σίγουρα μας έχουν βοηθήσει πάρα πολύ τα Παράθυρα. Και σε προσωπικό επίπεδο με την Εθνική και σε ομαδικό».