Κι’ όμως ο ανταγωνισμός τους κάνει κακό…

Ο Λιονέλ Μέσι και ο Κριστιάνο Ρονάλντο έγιναν αυτό που έγιναν και έφτασαν εκεί που έφτασαν, χάρη στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Ο ένας τραβούσε τον άλλον προς τα επάνω, στα όσα εντυπωσιακά έκανε ο ένας το Σάββατο απαντούσε ο άλλος την Κυριακή, στα όσα απίθανα έκανε ο ένας την Τρίτη, τα ξεπερνούσε ο άλλος την Τετάρτη και κάπως έτσι έφτασαν να κάνουν μυθικά ρεκόρ, να αποκτήσουν αμέτρητους ομαδικούς τίτλους, αλλά και δεκάδες προσωπικές διακρίσεις. Η σχέση μεταξύ τους δεν ήταν ποτέ καλή σε ανθρώπινο επίπεδο, δεν έγινε όμως τοξική, δεν το επέτρεψαν οι ίδιοι να γίνει. Κάπως έτσι στην εποχή τους είδαμε δύο, αν όχι τους δύο, από τους τέσσερις πέντε καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.
Αυτά είναι τα οφέλη του ανταγωνισμού. Συνήθως έτσι λειτουργεί ο ανταγωνισμός, είτε σε προσωπικό, είτε και σε ομαδικό επίπεδο. Την εποχή της κορύφωσης της κόντρας της Μάντσεστερ Σίτι και της Λίβερπουλ στην Αγγλία, είδαμε δύο ομάδες να βελτιώνονται συνεχώς, να γίνονται καλύτερες, να φτάνουν ή και να ξεπερνούν τα όρια τους, να φτάνουν ή και να ξεπερνούν τους 90 βαθμούς κάθε σεζόν στην Πρέμιερ για να πάρουν ένα πρωτάθλημα. Ο ανταγωνισμός που τους έκανε καλύτερους…
Στην μπασκετική Ελλάδα συμβαίνει το εξής παράδοξο, ο ανταγωνισμός μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού τους τραβάει προς τα κάτω, διότι εδώ ο ανταγωνισμός στηρίζεται πρώτα και πάνω από όλα στην τοξικότητα. Μία τοξικότητα που τρώει σαν σαράκι τις δύο ομάδες. Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός πήγαν στο Αμπου Ντάμπι για να νικήσουν ο ένας τον άλλο, αν ήταν δυνατόν για να διαλύσει ο ένας τον άλλον, να τον ξεφτιλίσει. Μόνο που δεν έπαιζαν μεταξύ τους, ο ένας έπαιζε με την Φενέρ και ο άλλος με την Μονακό. Και οι δύο αυτό το έκαναν skip σαν να ήταν κάτι ασήμαντο, αμελητέο. Ηταν και οι δύο φαβορί, άλλος μικρότερο, άλλος μεγαλύτερο, έχασαν και οι δύο επί της ουσίας με κάτω τα χέρια, έχαναν από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό, μονίμως κυνηγούσαν και δεν έφταναν.

Δεν πήγαν στο Αμπου Ντάμπι για να παίξουν μπάσκετ, αλλά για να κερδίσουν τον πόλεμο, στη δική τους λογική, τελικά όχι μόνο δεν κέρδισαν τον πόλεμο, αλλά έχασαν και κάθε μάχη. Η τοξικότητα τους διαλύει. Ο Βεζένκοφ και ο Σλούκας που νιώθουν στο πετσί τους περισσότερο από κάθε άλλον αυτή την τοξικότητα, λόγω καταγωγής και γλώσσας, δεν χαμογέλασαν ποτέ, ούτε πριν την έναρξη των παιχνιδιών, ούτε στις δηλώσεις τις προηγούμενες ημέρες. Σφικτά, τσιτωμένα πρόσωπα, αθλητών που δεν απολαμβάνουν αυτό που ζουν και πέτυχαν, αλλά που πρέπει να νικήσουν στον πόλεμο. Κανείς δεν απολαμβάνει την συμμετοχή σε ένα πόλεμο, κανείς δεν χαμογελάει που συμμετέχει σε αυτόν. Ισως κάπου εκεί να είναι και η εξήγηση για την απόδοση και των δύο στους ημιτελικούς…
Και αυτό το πολεμικό κλίμα δυστυχώς το συντηρούν αρκετοί και φυσικά ο Τύπος. «Δημοσιογράφοι» που πάνε στις συνεντεύξεις τύπου για να προκαλέσουν με τις ερωτήσεις τους, να την πουν στον έναν ή τον άλλον για να αποθεωθούν στη συνέχεια από ένα άρρωστο οπαδικό κοινό στα σόσιαλ. «Δημοσιογράφοι» που πιάνουν το πληκτρολόγιο για να βγάλουν χολή και να ρίξουν δηλητήριο στο μύλο της τοξικότητας. Και όλο αυτό να καταλήγει στο κοινό, στους φιλάθλους, σε ανθρώπους που χάλασαν ένα σκασμό λεφτά για να πάνε στην έρημο και να βρίζουν την μάνα του Σλούκα ή του Μπαρτζώκα.

Ο ανταγωνισμός του ελληνικού μπάσκετ δεν είναι ένας ανταγωνισμός που θα τους πάει μπροστά, είναι απλώς ένας ανταγωνισμός που θα τρέφει εγώ. Θα κάνει προέδρους να ξοδεύουν ακόμη περισσότερο χρήματα, θα κάνει παίκτες που θα παίρνουν ακόμη μεγαλύτερα συμβόλαια, θα φτιάχνει ομάδες που αντί για δωδεκάδες θα έχουν δεκαοκτάδες ή και εικοσάδες και μπόλικους παρκαρισμένους παίκτες, στη λογική να πάρω και αυτόν να πάρω και τον άλλο, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα τους ωφελήσει. Ναι, πιθανόν να έρθει κι’ άλλο ευρωπαϊκό τρόπαιο τα επόμενα χρόνια, γιατί στον επαγγελματικό αθλητισμό τα χρήματα παίζουν καθοριστικό ρόλο και όταν ξοδεύεις κάθε χρόνο τα περισσότερα κάποια στιγμή θα πάρεις και τρόπαια. Δεν ξέρω όμως πόσο θα τα χαιρόμαστε, όλοι και όχι κάποιοι λίγοι, όταν θα είναι ποτισμένα στο μίσος και την τοξικότητα…