Όταν το μπάσκετ, τελικά, κερδίζει! Και μαζί του, ο κόσμος ολόκληρος! Το μυστικό παιχνίδι!

Το Ντάραμ είναι μία πόλη 280 χιλιάδων κατοίκων, στη Νορθ Καρολάινα. Πήρε το όνομα της από τον Μπάρλτετ Σ. Ντάραμ, τον ευεργέτη της κοινότητας που δώρισε το 1849 μία τεράστια έκταση, προκειμένου να φτιαχτεί εκεί ο σιδηροδρομικός σταθμός της περιοχής. Το Ντάραμ επέλεξε ως έδρα η American Tobacco Company, η εταιρία που στήριζε την οικονομία της πόλης. Μίας πόλης, που όχι μόνο βίωσε με σκληρό τρόπο στο πετσί της την κοινωνική ανισότητα και τον ρατσισμό, αλλά σήκωσε ανάστημα για να αντιταχθεί και να παλέψει με όσα μέσα διέθετε. Η μαύρη κοινότητα αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα στην πόλη, έχοντας ως κέντρο μία περιοχή που ονομαζόταν Hayti, που βρισκόταν νότια της καρδιάς του Ντάραμ.
Τη δεκαετία του 1870, στις ΗΠΑ, σχηματίζεται, ψηφίζεται κι επιβάλλεται μία από τις πιο διχαστικές και ντροπιαστικές νομοθεσίες που βίωσε ποτέ το ανθρώπινο είδος. Ονομαζόταν Jim Crow Law…
Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία να μελετήσουμε την προέλευση της ονομασίας του, άλλωστε δεν πρόκειται για κάποιο πραγματικό πρόσωπο, αλλά για μία θεατρική καρικατούρα. Έχει σημασία όμως να ξέρουμε τι προέβλεπε…
Οι νόμοι Jim Crow επιβλήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και σταδιακά εδραιώθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα μετά την απόσυρση των ομοσπονδιακών στρατευμάτων από τον Νότο. Εκεί όπου ίσχυσε κατ΄ ουσίαν η απάνθρωπη νομοθεσία Jim Crow. Προβλέποντας:
- Χωριστά σχολεία, μέσα μεταφοράς, τουαλέτες, εστιατόρια, ακόμη και παγκάκια για λευκούς και μαύρους
- Αποκλεισμό των Αφροαμερικανών από την ψήφο μέσω εμποδίων όπως τέλη εγγραφής ή τεστ γραμματισμού.
- Κοινωνικό και θεσμικό ρατσισμό που διατηρούσε τη λευκή κυριαρχία.
Με λίγα λόγια, η αμερικάνικη κουλτούρα της εποχής, το ίδιο το κράτος, είχε νομιμοποιήσει με τον πιο αισχρό τρόπο τον ρατσισμό και την ανισότητα των δικαιωμάτων μεταξύ ανθρώπων, που του χώριζε μόνο το χρώμα τους δέρματος.
Οι επιπτώσεις της νομοθεσίας για τους μαύρους ήταν εξευτελιστικές. Ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν σε διαφορετικά καφέ (μόνο για μαύρους), σε διαφορετικά σχολεία (μόνο για μαύρους), να ψωνίζουν από διαφορετικά καταστήματα (μόνο για μαύρους) και στο λεωφορείο να κάθονται σε ειδικά σημασμένες θέσεις (μόνο για μαύρους). Και φυσικά δεν επιτρεπόταν να επισκέπτονται εστιατόρια που ανήκαν σε λευκούς.
Αν ένας λευκός από τον Βορρά, που πιθανώς να μη γνώριζε επ'ακριβώς τις επιπτώσεις, αποφάσιζε να πιει τον καφέ του σε κατάστημα που ανήκε σε μαύρο, κινδύνευε άμεσα με σύλληψη από την (all white) αστυνομία της πόλης. Του Ντάραμ. Και της πλειονότητας των νοτίων πολιτειών των ΗΠΑ.
Το 1943, ένας μαύρος μαθητής, δεν κινήθηκε γρήγορα στο λεωφορείο για να κάτσει στη θέση που προοριζόταν μόνο για μαύρους και κατέληξε στη φυλακή.
Ένα χρόνο αργότερα, όμως, ένας στρατιώτης του Αμερικανικού Πεζικού, απαυδισμένος από τον εξευτελισμό, αρνήθηκε να περιοριστεί στις προβλεπόμενες θέσεις για μαύρους. Ο λευκός οδηγός του λεωφορείου, έβγαλε από τη θήκη ένα πιστόλι και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα.
Η δική του οδηγού διήρκησε 20 λεπτά. Το δικαστήριο τον αθώωσε.
Είμαστε ήδη στο 1944…
Σε απόσταση 3.5 μιλίων, στην ευρύτερη κοινότητα του Ντάραμ στεγάζονται δύο πανεπιστήμια. Το ένα είναι το Ντιούκ, πασίγνωστο από τον προηγούμενο αιώνα για το επίπεδο της ιατρικής σχολής του. Το άλλο, ήταν αυτό που σήμερα ονομάζεται Νορθ Καρολάινα Σέντραλ Γιουνιβέρσιτι.
Το Ντιούκ είναι απόλυτα εναρμονισμένο με τους Jim Crow laws. Μαύροι καθηγητές, ή σπουδαστές δεν επιτρέπονταν. Το φημισμένο νοσοκομείο του Πανεπιστημίου μάλιστα, απαγορευόταν να προσφέρει υπηρεσίες, ακόμα και σε μαύρους που ήταν σε ετοιμοθάνατη κατάσταση.
Το Νορθ Καρολάινα Σέντραλ Γιουβέρσιτι, εκείνη την εποχή ονομαζόταν Νορθ Καρολάινα Κολετζ για Νέγρους (North Carolina College for Negroes). Ηταν ένα από τα σχολεία που έδιναν την ευκαιρία στους μαύρους της εποχής να εκπαιδευτούν. Τα υπόλοιπα δεν άνοιγαν καν τις Πόρτες τους για αυτούς.

Και τώρα ας κάνουμε μία παύση. Ας ταξιδέψομε μερικά χρόνια πίσω.
Σε ένα ανοιχτό γήπεδο της Πολιτείας του Κάνσας, ο εμπνευστής, ο πατέρας του μπάσκετ, ο Τζέιμς Νέισμιθ, κοντοστέκεται, έχοντας στο πλευρό του έναν από τους πιο αγαπημένους φοιτητές του στο ομώνυμο πανεπιστήμιο της πόλης…
«Έτσι πρέπει να παίζεται το μπάσκετ» είπε ο Ντόκτορ Νέισμιθ, βλέποντας κάποιους νέους, σχολικής ηλικίας, να τρέχουν ασμένως πάνω κάτω. Συνεχώς. Ξανά και ξανά! Χωρίς διάλειμμα. Χωρίς να παίρνουν ανάσα. Κυνηγώντας όλα μαζί τη μπάλα… Με αδιάκοπη ταχύτητα.
Ο νεαρός που στεκόταν δίπλα του, κούνησε με σεβασμό και κατάνυξη το κεφάλι καταφατικά. Η κουβέντα που μόλις είχε ακούσει από τον μέντορα του, δεν ξεριζώθηκε ποτέ ξανά από το μυαλό του.
Το όνομα του νεαρού μαθητή του Τζέιμς Νέισμιθ ήταν Τζον ΜακΛέντον! Όπως θα πει αργότερα… «Τα περισσότερα πράγματα από αυτά που εφάρμοσα, μου τα είχε διδάξει ο Ντόκτορ Νέισμιθ».
Το μπάσκετ ήταν συνώνυμο με τη ζωή του Τζον ΜακΛέντον. Αποφάσισε να σπουδάσει φυσική αγωγή στο Κάνσας, μόνο και μόνο για να συναντήσει (και να διδαχθεί από) τον Τζέιμς Νέισμιθ. Ήταν μόλις 18 ετών. Και ο μοναδικός αφροαμερικανός που βρισκόταν στην “ομάδα” του εμπνευστή του μπάσκετ. Οι δυο τους έγιναν κάτι περισσότερο από συνεργάτες. Έγιναν φίλοι.
Το 1940, ο ΜακΛέντον, έχοντας αποφοιτήσει πια, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Ντόκτορ Νέισμιθ, αποδέχεται την πρόταση να προπονήσει την ομάδα μπάσκετ του North Carolina College for Negroes. Παρά το φόβο της μετακίνησης στον Νότο. Η βία και η τρομοκρατία εναντίον των μαύρων βασίλευε σε όλες τις γειτονιές του Ντάραμ. Εκτός από την Hayti.
Είμαστε σε μία εποχή όπου στο μπάσκετ δεν υπήρχε χρονόμετρο 30’’ ή 24 δευτερολέπτων για την επίθεση, όπου το set παιχνίδι κυριαρχούσε, όπου οι παίκτες μάθαιναν πως να ανοίγουν στις 4 γωνίες του γηπέδου και να πασάρουν ο ένας στον άλλον μέχρι να βρουν μία χαραμάδα για να επιτεθούν.
Η κουβέντα του Ντόκτορ Νέισμιθ, όταν έβλεπε τους νέους να τρέχουν σε ένα playground για να σκοράρουν όσο πιο γρήγορα γίνεται, δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό του ΜακΛέντον.
Στο North Carolina College for Negroes αυτή η κατάσταση βαφτίστηκε…
Fast Break! Αιφνιδιασμός!
Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι πέραν των υπόλοιπων που θα αναφέρουμε στη συνέχεια, το uptempo στιλ μπάσκετ ήταν μία από τις σπουδαιότερες συνεισφορές του ΜακΛέντον στο άθλημα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήταν αυτός που το εφάρμοσε πρώτος.
Το North Carolina College for Negroes σιγά σιγά άρχισε να συντρίβει τους αντιπάλους του, παίζοντας φυσικά με άλλα κολέγια που φιλοξενούσαν μόνο μαύρους σπουδαστές, στο πρωτάθλημα του CIAA.
«Το καλό που σου θέλω, να είσαι έτοιμος να τρέξεις μόλις πάρουμε το ριμπάουντ» - Αυτό έλεγε στους παίκτες του διαρκώς. Ήταν ο πρώτος που εμπνεύστηκε την επίθεση στα πρώτα 8 δευτερόλεπτα έστω κι αν τότε δεν υπήρχε χρονόμετρο.
Σε μία εποχή που τα σκορ στο μπάσκετ ήταν ιδιαίτερα χαμηλά, το North Carolina College for Negroes ανεβαίνει στους 80 πόντους, πολλές φορές μάλιστα και πάνω από τους 100. Μία φορά μάλιστα ξεπέρασε τους 150.
Η ομάδα του κατακτά τη μία νίκη μετά την άλλη. Και τους τίτλους. Ήταν ασταμάτητοι! Ο ΜακΛέντον δίδασκε κάτι που απείχε έτη φωτός από την εποχή του.
Το 1944, η σεζόν του North Carolina College for Negroes ολοκληρώνεται με ρεκόρ 19-1. Αυτή η απόσταση των 3.5 μιλίων που έμοιαζε τόσο κοντινή όμως, ήταν τόσο μακρινή για το όμορφα ανταγωνιστικό πνεύμα των παικτών του ΜακΛέντον.
3.5 μίλια! Τόσο κοντά, μα τόσο, τόσο μακριά!
Το Ντιούκ, λόγω της εξαίρετης ιατρικής σχολής του, αλλά και της στρατιωτικής σύνδεσής του, είχε συγκεντρώσει το ενδιαφέρον μαθητών απ’όλες τις ΗΠΑ, που συνέβαινε ταυτόχρονα, να διαθέτουν εξαιρετικό ταλέντο στο μπάσκετ.
Στην πραγματικότητα, οι φοιτητές του Ντιούκ δεν έδιναν δεκάρα για τον Jim Crow law. Ηταν νέοι, πολλοί προερχόμενοι από τον Βορρά, δεν τους ένοιαζε το χρώμα του ανθρώπινου δέρματος. Η ομάδα μπάσκετ του Ντιουκ, αν και δε βρισκόταν στο peak της, κυριαρχούσε στο πρωτάθλημα του NCAA. Στην περιφέρεια της. Το 1944 είχε στεθφεί πρωταθλήτρια της Southern Conference. Η κομητεία του σχολείου μάλιστα, είχε ήδη δεσμεύσει τα απαραίτητα κονδύλια για να χτιστεί ένα νέο κλειστό γήπεδο για να ικανοποιήσει την διαρκώς αυξανόμενη δημοφιλία του αθλήματος, αλλά και της ομάδας μπάσκετ του σχολείου. Το Ντιούκ στηριζόταν σε δύο στοιχεία: Στην αθλητικότητα των παικτών του και την προχωρημένη στρατηγική των προπονητών του. Στα Χ’s and O’s τους.
Στα πραγματικά αθώα, φιλαθλητικά, αλλά και ανταγωνιστικά μυαλά των νεαρών παικτών των δύο ομάδων, το ζιζάνιο άρχισε να θεριεύει…
«Είμαστε οι καλύτεροι… Αλλά είμαστε;»
3.5 μίλια! Τόσο κοντά, μα τόσο, τόσο μακριά!
Ενάντια στον αποκλεισμό και τον φόβο που μπορεί να προκαλούσε η νομοθεσία, οι παίκτες των δύο ομάδων, είχαν κάποιες τυχαίες, σπάνιες συναντήσεις στις YMCA (Χριστανική Αδελφότητα Νέων) της περιοχής. Λευκοί και μαύροι γνώριζαν ότι αυτό απογορευόταν δια ροπάλου, αλλά η ανθεκτικότητα τους στα “μη” ήταν πολύ σθεναρή.
Ο θρύλος αναφέρει ότι κουβέντα στην κουβέντα και αφού κάποιοι από τους αθλητές γνωρίστηκαν μεταξύ τους, έπεσε στο τραπέζι η μεγάλη πρόκληση:
«Να παίξουμε μεταξύ μας. Να δούμε ποιος είναι ο καλύτερος»
Η σπίθα είχε ανάψει. Μόνο που ένα παιχνίδι μαύρων εναντίον λευκών τότε, θα ξεσήκωνε απρόβλεπτη αναστάτωση σε ολόκληρη την πόλη, ίσως και τη χώρα. Ο νόμος ήταν σαφής. Και σκληρός! Οι ποινές που προβλέπονταν, εξουθενωτικές.
Όμως, η πιο αγνή μορφή της αριστείας, που έρχεται όχι ως προαπαιτούμενο, αλλά ως ζητούμενο στην καρδιά 20χρονων νεαρών, που νιώθουν να είναι πρώτοι χωρίς να είναι στην πραγματικότητα, ήταν ακατάβλητη.
Οι μεν θριαμβευτές στην περιφέρειά τους, στην CIAA (Colored Intercollegiate Athletic Association), δηλαδή στο πρωτάθλημα των κολεγίων για μαύρους. Οι δε στο NCAA που ήταν μόνο για λευκούς.
Όμως...
3.5 μίλια! Τόσο κοντά, μα τόσο, τόσο μακριά!
Ο Τζεν ΜακΛέντον, μαθαίνει για τη συζήτηση. Ήταν ο άνθρωπος που χρησιμοποιούσε το μπάσκετ για να εμφυσήσει το αίσθημα της αυτοπεποίθησης στους μαύρους μαθητές/παίκτες του. Για να αντιληφθούν την πραγματική αξία τους ως ανθρώπινα όντα. Η αρχή της διδαχής του είχε έναν και μοναδικό πυλώνα:
«Αξιοπρέπεια! Να μην αφήσετε ποτέ και κανέναν να συνθλίψει την αξιοπρέπεια σας»
Ο ΜακΛέντον είχε βρει την πιο κατάλληλη ευκαιρία να αναπτύξει την εμπειρία των παικτών του, αλλά και τον αυτοσεβασμό τους, πέραν των ορίων που έθετε βάναυσα η ρατσιστική νομοθεσία. Έστω κι αν οι κίνδυνοι που ελλοχεύαν ήταν τρομακτικοί. Ο ΜακΛέντον ήταν αποφασισμένος να οδηγήσει την ομάδα του στο παιχνίδι εναντίον των λευκών του Ντιούκ.
Και τότε προγραμματίστηκε…
...το παιχνίδι που στην ιστορία του μπάσκετ είναι γνωστό ως το “Secret Game”. To μυστικό παιχνίδι.
Ήταν η μεγάλη ευκαιρία του αναγνωρισμένου πια στις μέρες μας και διακεκριμένου ακτιβιστή, Τζον ΜακΛέντον, να εναντιωθεί με τον τρόπο του στη θλιβερή διχαστική και ρατσιστική νομοθετική βρωμιά. Έστω κι αν έβαζε σε αληθινό κίνδυνο την καριέρα του, αλλά και την ίδια τη ζωή του. Δίχως υπερβολή.
Στην αρχή ωστόσο ήταν αρκετά σκεπτικός. Δεν ήταν ανεύθυνος, ούτε τόσο καιροσκοπικά επαναστάτης που θα έβαζε σε κίνδυνο τις ζωές των παικτών του.
Μέχρι που άκουσε μία κουβέντα…
«Μα, πως μπορούμε εμείς να νικήσουμε τους λευκούς;» αναρωτήθηκε φοβισμένα ένας από τους αθλητές του.
Αυτό ήταν αρκετό.
Ο ΜακΛέντον δεν θα άφηνε ποτέ τα δικά του παιδιά να ζουν με ένα αβάσιμο και αδικαιολόγητο αίσθημα κατωτερότητας εξαιτίας των νοσηρών αντιλήψεων της κυρίαρχης λευκής κοινωνίας.
«Θα παίξουμε», είπε…
Μα υπήρχε μόνο ένας τρόπος να συμβεί αυτό! Μυστικά! Χωρίς θεατές, πίσω από κλειδωμένες πόρτες και χωρίς να γνωρίζει κανείς, απολύτως κανείς, τη διεξαγωγή αυτού του αγώνα. Κάθε τι άλλο θα ήταν καταστροφικό.
Το μήνυμα εστάλη στο Ντιούκ.
«12 Μαρτίου 1944.. Κυριακή! Στις 7 το πρωί. Όταν όλος ο κόσμος θα είναι στην εκκλησία ή στα κρεβάτια τους».
Στην πραγματικότητα ο ΜακΛέντον είπε ένα μικρό ψέμα… Εκτός από τις ομάδες και τους διαιτητές στο γήπεδο ήταν τα δύο παιδιά του και η γυναίκα του!
Όταν, μετά από περίπου 50 χρόνια το αποκάλυψε και ρωτήθηκε γιατί το έκανε, γιατί επέτρεψε στην οικογένεια του, να είναι εκεί, απάντησε:
«Γιατί εκείνη την ημέρα γράφαμε ιστορία».
Στο κάμπους του North Carolina College for Negroes οι αθλητές του Ντιουκ φτάνουν με δανεισμένα αυτοκίνητα και κατεβαίνουν για να μπουν στο γήπεδο έχοντας τα πρόσωπά τους καλυμένα με τα μπουφάν τους.
Σε λίγα δευτερόλεπτα τα βλέμματα συναντώνται και τα αίματα προς στιγμή παγώνουν. Το ταξίδι στο άγνωστο και στο παράνομο έκοψε για λίγο την ανάσα. Και πιο πολύ στον 16χρονο τότε Ομπρεϊ Στάνλεϊ. Είχε μεγαλώσει στο Μποφόρτ της Νορθ Καρολάινα, όπου απαγορευόταν ακόμα και να διασταυρώσει ένας μαύρος το βλέμμα του με κάποιον λευκό. Έτσι είχε μεγαλώσει. Και τώρα θα χρειαζόταν να μαρκάρει κάποιον. Τη στιγμή που σχεδόν όλοι οι συμπαίκτες του δεν είχαν καν την ευκαιρία να αγγίξουν έναν λευκό ποτέ στη ζωή τους.
Ό ΜακΛέντον είχε κλειδώσει όλες τις πόρτες ερμητικά. Είχε καλύψει και τα παράθυρα για να μην έχει κάποιος δυνατότητα να σκαρφαλώσει και να δει τι συμβαίνει μέσα στο γήπεδο.
Το παιχνίδι άρχισε με μεγάλη νευρικότητα και από τις δύο ομάδες…Την ένταση μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι.
Οι παίκτες του North Carolina College for Negroes ήταν φανερά έξω από τα νερά τους. Ενιωθάν κατώτεροι. Ετσι τους είχαν μάθει. Το Ντιουκ έμοιαζε να συνέρχεται αρκετά γρήγορα και να προσαρμόζεται. Προηγείται 10-18. Το παιχνίδι στη συνέχεια ισορρόπησε… Το σκορ έγινε 24-24… Και τότε ένας από τους παίκτες του ΜακΛέντον, στη διάρκεια μίας διακοπής φώναξε… “Δεν είναι Σούπερμαν. Είναι άνθρωποι σαν εμάς. Μπορούμε να τους νικήσουμε”.
Η κουβέντα αυτή ακούστηκε σαν ένας ύμνος ελευθερίας στα φυλακισμένα πνεύματα 12 παιδιών που τους είχαν επιβάλλει την πεποίθηση ότι είναι κατώτεροι χωρίς κανείς να τους εξηγήσει γιατί. Το North Carolina College for Negroes έγινε άνεμος που δεν μπορούσε να σταματήσει πουθενά.
Τελικό σκορ: 88-44!
Το παιχνίδι είχε τελειώσει. Όλοι είχαν πάρει τις απαντήσεις τους, αλλά τότε συνέβη κάτι άλλο, που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Μετά από προτροπή του ΜακΛέντον, οι δυο ομάδες συνεχίζουν και παίζουν. Αυτή τη φορά όμως, ανάμεικτα. Λευκοί και μαύροι, κόντρα σε λευκούς και μαύρους.
Η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη είχε γράψει τη δική της θριαμβευτική σελίδα στην παγκόσμια ιστορία.
Το Secret game έμεινε στο σκοτάδι για περίπου 50 χρόνια… Μέχρι τη στιγμή που ο Τζον ΜακΛέντον, το αποκάλυψε σε έναν δημοσιογράφο των New York Times. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Το Secret Game είναι ο πρώτος (αντιρατσιστικός) αγώνας μεταξύ λευκών και μαύρων στην ιστορία του Νότου της Αμερικής. Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία, όμως, δεν έχει γίνει ποτέ.
Αυτός ο αγώνας, έπαιξε τεράστιο ρόλο στην ψυχή των ανθρώπων που συμμετείχαν. Και οι οποίοι μετά το ματς, πέρασαν αρκετές ώρες, μιλώντας μεταξύ τους, στους κοιτώνες του North Carolina College for Negroes. Οταν η αστυνομία και η πόλη ήταν στην εκκλησία.
Η ματιά τους στο θέμα των φυλετικών διαφορών ήταν εντελώς διαφορετική πια: Το δέρμα των ανθρώπων διαφέρει μόνο στο χρώμα, σε τίποτα περισσότερο».
Πίσω στο 1944, μία χούφτα άνθρωποι εναντιώθηκαν στο αρρωστημένο κατεστημένο, συνυπήρξαν και με κίνδυνο τη ζωή τους, υπεράσπισαν τη μέγιστη αξία τους ανθρώπινου είδους: Τον σεβασμό! Στην διαφορετικότητα, στην συμπερίληψη, στην φυλή. Σεβασμό στο δικαίωμα της ύπαρξης και των ίσων δικαιωμάτων.
Αυτοί που το έπραξαν είχαν πάρα πολλά να χάσουν. Να διακινδυνεύσουν. Το έκαναν όμως… Με κίνδυνο την ίδια την ελευθερία τους. Κάποιοι και της ζωής τους.
Το μπάσκετ νίκησε! Θριάμβευσε! Γεφύρωσε διαφορές που για πολλά χρόνια αργότερα θα παρέμεναν αγεφύρωτες.
Εμείς, 80 χρόνια αργότερα, συνεχίζουμε να σκοτωνόμαστε. Ετσι.. Για πλάκα. Γιατί έτσι κάποιοι έμαθαν να περνάνε καλά! Γιατί όχι μόνο δε ζήσαμε ποτέ στην εποχή του Jim Crow, αλλά και γιατί ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε πως είναι εκείνη η εποχή. Γιατί τη δημοκρατία τη θεωρούμε δεδομένη. Και ακριβώς επειδή είναι δεδομένη, κάνουμε μανιώδεις προσπάθειες να την ξεφτιλίσουμε. Το αστείο είναι πολλές φορές τα καταφέρνουμε.
Σημειώσεις:
- Ο Τζον Μακ Λέντον έγινε ο πρώτος μαύρος προπονητής που εργάστηκε σε επαγγελματική λίγκα μπάσκετ των ΗΠΑ, όταν το 1959 ανέλαβε τους Κλίβελαντ Πάιπερς.
- Ήταν ο πρώτος μαύρος κόουτς που κατέκτησε το κολεγιακά τίτλο στις ΗΠΑ.
- Έχει ενταχθεί δύο φορές στο Hall of Fame της Μασαχουσέτης. Αρχικά ως contributor to 1979 και το 2016 ως κόουτς. Είναι από τους λίγους που τον έχουν καταφέρει εις διπλούν.
- Η ιστορία του «The Secret Game» αποκαλύφθηκε από τον δημοσιογράφο Σκοτ Ελσγουορθ το 1995. Κάποια χρόνια αργότερα, έγραψε με το ομώνυμο βιβλίο. “Μία ισοτορία κουράγιου, αλλαγής και του άγνωστου θριάμβου του μπάσκετ”. Κατόπιν μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση σε δύο δίωρα ντοκιμαντέρ από το ESPN με τίτλο «Black Magic».
Υ.Γ. Η αστυνομία του Ντάραμ δεν έμαθε ποτέ τη διεξαγωγή αυτού του αγώνα.