Το μπάσκετ μας προσπερνάει…

Θα μου επιτρέψετε, αλλά με τον ίδιο τρόπο που αποστρέφομαι την καταστροφολογία και τον μηδενισμό που εξελίσσεται στο αγαπημένο σπορ των Ελλήνων όταν κάτι δείχνει να μην δουλεύει σύμφωνα με τις προσδοκίες, έτσι ακριβώς αισθάνομαι και με τους πρώιμους πανηγυρισμούς όταν όλα δείχνουν να λειτουργούν άψογα τη στιγμή που (δεν) πρέπει, στα φιλικά.
Η αναμέτρηση με την Λετονία ήταν το πρώτο πραγματικό τεστ για την …πραγματική Εθνική ομάδα (Γιάννη παρόντος δηλαδή) και το πέρασε με σκορ …άριστα! Το ταμπλό έγραψε 104-86, ο Γιάννης, στην πρώτη εμφάνισή του με την γαλανόλευκη φέτος, υπήρχαν στιγμές, ιδιαίτερα στο transition αλλά και σε ενδιάμεσες επιθέσεις που έμοιαζε να παίζει με παιδαρέλια απέναντι του (που φυσικά δεν ήταν), τα τρίποντα έσταζαν …ράι θρου που τραγουδούσε ο Ζαμπέτας και έζησαν οι Λετονοί καλά (γιατί ξέρουν ότι δε θα είναι αυτή η εικόνα τους στην Xiaomi Arena της Ρίγα) κι εμείς καλύτερα, βλέποντας μία ομάδα να τα κάνει σχεδόν όλα ιδανικά. Ακόμα και αυτά στα οποία δε διακρίνεται ιδιαίτερα. Αυτή η Εθνική, με τον Γιάννη είναι ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο.
Κόντρα στους Λετονούς, που είναι ο ορισμός της Ομάδας, μίας ομάδας που γεννήθηκε και χαλυβδώθηκε μέσα από τη διαδικασία των Παραθύρων, η Εθνική όχι απλά μακίγιαρε, αλλά έκανε face off της εικόνας που έδειχνε στα προηγούμενα φιλικά.
Δεν έχασε τα ριμπάουντ, αντιθέτως κυριάρχησε.
Είχε αρκετές καλές συνεργασίες στην επίθεση
Σκόραρε με ευκολία
Είχε low post παιχνίδι
Έβαλε τα τρίποντα
Ο Μπάνκι είπε ότι από το πρώτο δευτερόλεπτο κιόλας η Ελλάδα πήρε πολλές φάσεις μέσα από τον αμυντικό προσανατολισμό της, αλλά δε χρειάζεται να συμφωνούμε και σε όλα. Σε σχέση με προηγούμενα φιλικά, η άμυνα ήταν λίγο πιο ευάλωτη, είχε κάποιες αναιμικές αντιμετωπίσεις στο πικ εν ρολ, οι περιστροφές ήταν καλές μεν, αλλά όχι τόσο safe ώστε να κοιμάται ο Βασίλης Σπανούλης ήσυχος.
Εντάξει είμαστε; Εντάξει είμαστε! Και το εννοώ. Ήταν ένα εξαιρετικό φιλικό παιχνίδι όπου υπήρχαν πολλά θετικά σημεία τα οποία πρέπει να αναδεικνύονται ως οδηγός για το άμεσο μέλλον.
Είναι εξαιρετικά σκόπιμο ταυτόχρονα να γίνει μία κατάπαυση της θριαμβολογίας ώστε τόσο εμείς, όσο και η ίδια η ομάδα να πατήσει γερά στα πόδια της.
Η Ελλάδα πήρε όλα τα ριμπάουντ απέναντι σε μία ομάδα που παίζει five out και είναι πολύ δύσκολο να απειλήσει στα επιθετικά ριμπάουντ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Λετονοί είχαν μόλις 20 δίποντα από τα οποία ευστόχησαν στα 12 και 35 τρίποντα.
Είχε καλές συνεργασίες και σκόραρε 104 απέναντι σε μία ομάδα που αναζητά το φάρμακο κατά της αμυντικής αβελτηρίας from ages που λένε και στο χωριό μου, το low post παιχνίδι ήρθε αποκλειστικά από τον Γιάννη, και λιγότερο από τον Ζούγρη, ο οποίος είναι αρκετά πιθανό να μη βρίσκεται στην Κύπρο
Ακόμα και με 104 γραμμένους στο ταμπλό, η αδυναμία δημιουργίας όταν ο Σλούκας απουσίαζε, ήταν προφανής, όσο για τα τρίποντα, λίγη υπομονή παρακαλώ
Δεν είναι μιζέρια ούτε έλλειψη πίστης στο σύνολο του Βασίλη Σπανούλη. Ούτε κριτική. Είναι η πραγματικότητα που οφείλουμε να δούμε για να πάμε λίγο πιο πέρα. Φυσικά και η Ελλάδα έκανε ένα εξαιρετικό παιχνίδι κι αν όντως, όπως είπε ο Βασίλης Σπανούλης… «Ευστοχήσουμε στα σουτ, είναι πολύ δύσκολο για κάθε ομάδα να μας νικήσει».
Το «κάτω η μπάλα», είτε σε συνθήκες συναγερμού, είτε άκρατου ενθουσιασμού είναι το μοναδικό χάπι που μπορεί να βοηθήσει την Εθνική να παρουσιάσει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού της στο επερχόμενο Ευρωμπάσκετ. Κι ένα δύο φιλικά παιχνίδια, που πάνε κατά διαόλου ή κατ ευχήν, επ ουδενί αποτελούν εχέγγυα πρόβλεψης.
Η Ελλάδα μπορεί να πάει στην Κύπρο και στη Λετονία και να εκτελεί με 45-50% στα τρίποντα… Συνέβη πέρσι, στο Προολυμπαικό τουρνουά, όπου η Ελλάδα παραδίδοντας ένα ρεσιτάλ μπάσκετ συνολικά, είχε 43.5% στα τρίποντα. Για να πάει μετά από λίγες ημέρες στο Παρίσι, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και να εκτελεί με 29.8%. Με διαφορά λίγων ημερών. Στον αθλητισμό δεν χωρούν προβλέψεις σχετικές με την κατάληξη της μπάλας. Αυτό που μπορεί να σκεφτεί κανείς μόνο είναι ότι λίγες φορές από το 2009 κι έπειτα έχει ξεπεράσει το ξεπεράσει το 35% στα τρίποντα σε μεγάλε διοργανώσεις. Κι άλλες φορές σε φιλικά τα έσταζε από παντού, αλλά όταν ήρθαν τα επίσημα ματς, όπου το αποτέλεσμα μετράει, η στεφάνη για ανεξήγητους λόγους ήταν (πολύ) πιο στενή. Και φυσικά όλοι ευχόμαστε να υπερισχύσει η αισιοδοξία του Βασίλη Σπανούλη που σχεδόν δεικτικά είπε…. «Εσείς ανησυχείτε για τα τρίποντα, όχι εγώ». Μία κουβέντα που έχει ειπωθεί από καλή διάθεση και αληθινή πίστη, πολλές φορές στο παρελθόν.
Επιβεβαιώθηκε αντιστρόφως ανάλογες φορές.
Περισσότερο από όλα αυτά που προαναφέρθηκαν θα στεκόμουν στο γεγονός ότι η Ελλάδα πράγματι έβγαλε ελεύθερα σουτ (με τον συνήγορο του διάβολου να αναρωτιέται… «Έβγαλε, ή της τα έδωσαν;»), ότι ο Γιάννης ήταν αλάνθαστος (με 3/3 αν κατέγραψα σωστά) από το elbow σουτάροντας σχεδόν πάντα χωρίς χέρι πάνω του όμως, αλλά κυρίως σε κάποιες πολύ καλές ιδέες του Σπανούλη για την απελευθέρωση του Έλληνα crème de la crème του ΝΒΑ. Όπως το σκριν του «4» στον «5» (Μήτογλου σε Γιάννη), ή ακόμα περισσότερο του «2» στον Γιάννη, ώστε (αν υπάρξει αλλαγή) ο σούπερ σταρ της Εθνικής να βρεθεί με πολύ χαμηλό αντίπαλο. Και δε μου άρεσαν γιατί είχαν αποτέλεσμα, αλλά γιατί, ειδικά η 2η περίπτωση, είναι τόσο out of the box, που στην Ευρώπη του μπασκετικού καθωσπρεπισμού και του savoir faire, όπου οι προπονητικές πεποιθήσεις περί σωστού και λάθους ήταν πιο ισχυρές κι από θρησκευτικά δόγματα, οι άνθρωποι που είναι στεγασμένοι πίσω από αυτές τις αρχές θα έβγαζαν φλύκταινες. Δεν πειράζει. Ας έβγαζαν. Όπως πολύ μου άρεσε και το πείραμα των σχημάτων χωρίς γκαρντ, το οποίο βέβαια δε δούλεψε καθόλου (και μάλλον είναι αδύνατον να δουλέψει), αλλά προτιμώ τις αποτυχημένες καινοτομίες, από τα αποτυχημένα αραχνιασμένα κατεστημένα.
Υπάρχει όμως, ένα βασικό ερώτημα και το οποίο απέτυχα να το κρατήσω μόνο για τον εαυτό μου και ο πειρασμός να ρωτήσω τον Βασίλη Σπανούλη, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, με νίκησε… «Η χώρα που ανέδειξε τον Σπανούλη, τον Διαμαντίδη, τον Παπαλουκά, τον Ζήση και νωρίτερα τον Γιαννάκη, τον Γκάλη και τόσους άλλους, γιατί δεν έχει γκαρντ πια;». Το μόνο που απέφυγα (αν και ήθελα τόσο πολύ) ήταν η χρήση της λέξης «διάολε» στο τέλος.
Τη συνολική απάντηση του Βασίλη Σπανούλη, που έστω και χωρίς να απευθύνει ευθείες κατηγορίες εξέθεσε πολλά κακώς κείμενα του ελληνικού (και όχι μόνο πια) μπάσκετ, μπορείτε να το βρείτε εδώ…
Η ουσία όμως βρίσκεται σε κάποιες λιγοστές λέξεις που είπε ένας από τους μεγαλύτερους γκαρντ που εμφανίστηκαν ποτέ στα ευρωπαϊκού γήπεδα… «Το μπάσκετ μας ξεπερνάει…. Αφήστε τα παιδιά να σουτάρουν, να κάνουν λάθη. Εμείς έχουμε μείνει στο σκεπτόμενο μπάσκετ, τη στιγμή που το άθλημα αλλάζει…».
Το μπάσκετ μας ξεπερνάει… Θα μπορούσε να ακουστεί και σαν συναγερμός. Η σειρήνα! Σίγουρα θα πρέπει να εκληφθεί ως «ξυπνητήρι» δεκάδων ντεσιμπέλ.
Μέσα σε λίγες αράδες, πολλές πικρές αλήθειες, τις οποίες σε πολύ λίγα χρόνια, ως ελληνικό μπάσκετ, θα βρούμε μπροστά μας. Η Ελλάδα ήταν αξιοζήλευτη σε ολόκληρο τον πλανήτη για την ποιότητα των γκαρντ που καλλιεργούσε. Πλέον, δεν έχει καν επιλογές σε αυτή τη θέση και με όλο τον προσήκοντα σεβασμό στους υπάρχοντες.
Δεν είναι στραβός ο γιαλός. Αρμενίζουμε στραβά εκεί όπου τα νερά κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και το παπόρο μας μπάζει νερά. Αδιάκοπα! Γιατί; Γιατί η Ελλάδα του Διαμαντίδη, του Καλάθη, του Παπαλουκά, του Σπανούλη, του Ζήση, η χώρα που ανέδειξε τη σημασία των γκαρντ στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, αναγκάζεται να χρησιμοποιεί σχήματα χωρίς πόιντ γκαρντ. Γιατί δεν έχει. Κάτι πρέπει να κάνουμε πολύ λάθος όμως. Κι αν δεν το συζητήσουμε γρήγορα, θα δούμε το παπόρο να βουλιάζει. Και να αναρωτιόμαστε γιατί…