Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Σάντι

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια γωνιά της γης, ούτε μεγάλη, ούτε ξακουστή, στο πριγκιπάτο των Αστουριών, στα βόρεια της Ισπανίας, γεννήθηκε ένα αγόρι που το όνομά του ακουγόταν σαν μελωδία: Σαντιάγο Καθόρλα Γκονθάλεθ.
Όλοι τον φώναζαν Σάντι.
Ήταν ξεχωριστό; Έτσι πίστευαν οι γονείς του, διότι κάτι μυστήριο, κάτι που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, συνέβαινε με τον γιο τους: ήταν περίεργο, αλλά όπου πήγαινε το αγόρι ήταν σαν να είχε στα πόδια του κολλημένη μια μπάλα.
Έμοιαζε τόσο ανεξήγητο, που πολλοί στην περιοχή, όταν έβλεπαν το αγόρι να παίζει με την μπάλα, έλεγαν πως ήταν μάγος.
«Σάντι! Πάλι παίζεις μπάλα; Με ποιο πόδι κλωτσάς αυτή τη φορά;» φώναζε ο μπαμπάς του;
«Με το... δεξί! Όχι, με το αριστερό! Μπαμπά, μπορώ και με τα δύο!» του απαντούσε το αγόρι.
Και ήταν κάπως περίεργο, επίσης, διότι το παιδί δεν ήταν ούτε ψηλό, ούτε δυνατό, ούτε γεροδεμένο. Μικροκαμωμένο ήταν, κατάφερε να τρυπώνει παντού και σε κάθε σκανδαλιά να απαντά πάντα με ένα χαμόγελο που έμοιαζε να είναι μόνιμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Άλλο τίποτα δεν του άρεσε να κάνει, μόνο με την μπάλα να παίζει και να μαγεύει. Και ονειρευόταν μια μέρα να φύγει από το πριγκιπάτο του, που βέβαια πολύ το αγαπούσε, αλλά σκεφτόταν πώς θα ήταν να ζει και μακριά από εκεί, να γνωρίσει και άλλους ανθρώπους, να δείξει και σε αυτούς τα μαγικά του με την μπάλα.
Και ο άνεμος που φύσηξε μια μέρα, τον πήρε μακριά, προς το βασίλειο της Αγγλίας. Τι είδαν εκεί τα μάτια του. Πόσος κόσμος. Όλοι τον αγάπησα σαν ήρωα: τον φώναζαν «ο μικρός μάγος» και αυτός τους απαντούσε με ένα χαμόγελο.
Οι οπαδοί τον λάτρευαν. Οι συμπαίκτες του τον αγαπούσαν. Οι αντίπαλοι τον θαύμαζαν.
Εκεί, στο βασίλειο της Αγγλίας, όμως, δεν ήταν εύκολη η ζωή του. Έμαθε και το σκοτάδι.
Ένας σοβαρός τραυματισμός στο πόδι, μια πολύ σοβαρή μόλυνση και οι γιατροί του είπαν ότι ίσως να μην περπατήσει ξανά.
Σαν ένας δράκος να τον είχε δαγκώσει.
«Θα σου πάρω το πόδι, θα σου κλέψω το όνειρό σου και τη μαγεία σου» του είπε αγριεμένος ο κακός δράκος.
Μπορεί να είχε μεγαλώσει, αλλά τότε ένιωσε ξανά σαν ήταν ακόμα το μικρό αγόρι: αυτό που πριν φύγει από το πριγκιπάτο του ένιωθε τόσο δυνατό, σαν να είχε τον κόσμο όλο στα πόδια του, σαν να μπορούσε απλά με το χαμόγελό του να διώξει μακριά κάθε κακό.
«Σάντι... δεν θα ξαναπαίξεις ποτέ. Θα είσαι τυχερός αν ξαναπερπατήσεις».
Και τότε συνέβη το θαύμα. Ο Σάντι και περπάτησε ξανά και συνέχισε τη ζωή του με την μπάλα στα πόδια.
Ο κόσμος δεν πίστευε στα μάτια του με αυτό που έβλεπε. Πώς το είχε κάνει; Πώς το είχε καταφέρει;
Ο Σάντι δεν μπορούσε με λόγια να τους εξηγήσει, μόνο τους είπε ότι δεν σταμάτησε ποτέ να πιστεύει, να αγαπά, να ονειρεύεται. Τους έδειξε πώς η καρδιά είναι πιο δυνατή από το σώμα, ότι η πίστη νικά τον πόνο, και πως το πιο ισχυρό όπλο ενός ήρωα είναι το χαμόγελό του. Αυτά ήταν το σπαθί, μαζί και η πανοπλία του.
Αυτά ήταν τα όπλα του, με αυτά γύρισε πίσω στο πριγκιπάτο του κι ας πέρασαν τα χρόνια για να δείξει σε όλους ότι η μαγεία δεν είχε χαθεί. Και το όνειρό του ήταν ζωντανό.
«Είσαι το μεγαλύτερο θαύμα που είδαμε στο ποδόσφαιρο, Σάντι» άκουσε τον κόσμο να του λέει.
Και είδε ένα πλήθος να στέκεται απέναντί του και άκουσε όλοι να φωνάζουν ρυθμικά το όνομά του.
Τι έκανε ο Σάντι; Έβαλε το χέρι στο σημείο της καρδιάς και απλά χαμογέλασε.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
-Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο των δισεκατομμυρίων, της λάμψης και της βιτρίνας, υπάρχουν ακόμα ιστορίες σαν αυτές του Σάντι Καθόρλα. Μπορεί να μην είναι η πλειοψηφία των ιστοριών που διαβάζουμε καθημερινά, καθώς μας κατακλύζουν ειδήσεις για μεταγραφές εκατοντάδων εκατομμυρίων, αλλά αποτελούν την ουσία του ποδοσφαίρου, είναι ο πυρήνας του αθλήματος που αγαπούν τόσοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο διότι μας θυμίζει ότι μπορεί να διατηρηθεί ακόμα αγνό και «αμόλυντο» ένα κομμάτι του ποδοσφαίρου. Μικρό ή μεγάλο; Αυτό εξαρτάται από το πώς βλέπει το ποδόσφαιρο καθένας από εμάς...
-